κριοπρόσωπον

κριοπρόσωπον
κρῑοπρόσωπον , κριοπρόσωπος
ram-faced
masc/fem acc sg
κρῑοπρόσωπον , κριοπρόσωπος
ram-faced
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κριοπρόσωπος — κριοπρόσωπος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πρόσωπο κριαριού («κριοπρόσωπον τοῡ Διὸς τὸ ἄγαλμα ποιοῡσι Αἰγύπτιοι», Ηρόδ.) 2. (για πλοίο) αυτός που στην πλώρη του έχει σκαλισμένη τη μορφή ενός κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + πρόσωπον (πρβλ. αιγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”